περισυλλογή

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. συγκέντρωση διασκορπισμένων και παραμελημένων πραγμάτων με σκοπό τη διαφύλαξή τους
2. διαχείριση τών οικονομικών με φειδώ, φειδωλή διαχείριση («το κράτος εφαρμόζει πολιτική αυστηρής περισυλλογής»)
3. μτφ. η κατάσταση εκείνου που βρίσκεται σε βαθιά σκέψη, αυτοσυγκέντρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισυλλέγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ιω. Ν. Σταματέλο].