πετρώροφος

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρώροφος Medium diacritics: πετρώροφος Low diacritics: πετρώροφος Capitals: ΠΕΤΡΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: petrṓrophos Transliteration B: petrōrophos Transliteration C: petrorofos Beta Code: petrw/rofos

English (LSJ)

πετρώροφον, (ὄροφος) = πετρηρεφής, Tz.Lyc.Arg.

German (Pape)

[Seite 606] = πετρηρεφής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πετρώροφος: -ον, (ὄροφος) = πετρηρεφής, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. ὑπόθεσ. σ. 268, ἔκδ. Müll. ― Κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 204, 3. πετρόροφος.

Greek Monolingual

-ον, Μ
ο πετρηρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. χρυσ-ώροφος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].