πιεστήρ

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐεστήρ Medium diacritics: πιεστήρ Low diacritics: πιεστήρ Capitals: ΠΙΕΣΤΗΡ
Transliteration A: piestḗr Transliteration B: piestēr Transliteration C: piestir Beta Code: piesth/r

English (LSJ)

πιεστῆρος, ὁ, squeezer: press, IG22.1672.304 (pl.), Dsc.4.64 (v.l. πιαστ-), Gal.13.1044, Aët.12.55.

German (Pape)

[Seite 613] ῆρος, ὁ, der Presser, = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

πιεστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ πιέζων· πιεστήριον, ὁ φλοιὸς τῆς ῥίζης χλωρὸς κοπεὶς καὶ ὑποτεθεὶς πιεστῆρι Διοσκ. 4. 76.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που πιέζει, που συνθλίβει κάτι
2. το πιεστήριο, το όργανο, η συσκευή που συμπιέζει, που συνθλίβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιέζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θεριστήρ)].