πιθάκνιον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Dim. of πιθάκνη.
German (Pape)
[Seite 613] τό, dim. vom Vorigen, Fäßchen; Eubul. bei Ath. I, 28 c; Luc. conscr. hist. 4.
Greek Monolingual
τὸ, Α πιθάκνη
μικρός πίθος, πιθαράκι.
Russian (Dvoretsky)
πῐθάκνιον: τό бочонок Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιθάκνιον -ου, τό [πιθάκνη] kruikje.