πικράς

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικράς Medium diacritics: πικράς Low diacritics: πικράς Capitals: ΠΙΚΡΑΣ
Transliteration A: pikrás Transliteration B: pikras Transliteration C: pikras Beta Code: pikra/s

English (LSJ)

πικράδος, ἡ, = ἀνδρόσακες, Ps.-Dsc.3.133.

German (Pape)

[Seite 614] ἡ, bes. fem. zu πικρός, statt πικρά, Hesych., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πικράς: -άδος, ἡ, συνώνυμ. τῷ φυτῷ ἀνδρόσακες, Διοσκ. 3. 150.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
το φυτό ανδρόσακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημ -άς, -άδος (πρβλ. λευκάς)].