πλάκτωρ
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
-ορος, ὁ, Dor. for Πλήκτωρ, striker, AP6.294 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 624] ὁ, dor. statt πλήκτωρ, Phani. 2 (VI, 294).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάκτωρ -ορος, ὁ [πλήττω] Dor., iemand die slaat.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πλήκτωρ.
Greek Monotonic
πλάκτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. αντί πλήκτωρ, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πλάκτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ πλήκτωρ, Ἀνθ. Π. 6. 294.