πλακίον
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
τό, Dim. of πλάξ, IG4.823.61 (Troezen, iv B.C.), POxy.921 Intr. (iii A.D.); small slab of marble ready for powdering, Aët.12.64.
Greek Monolingual
τὸ, Α πλάξ, πλακός]
1. υποκορ. του πλάξ
2. μικρή μαρμάρινη πλάκα κατάλληλη για κονιοποίηση.