πλεγνύμενος

English (LSJ)

pres. part. Pass. (as if from πλέγνυμι = πλέκω), Opp.C.3.213, H.1.311.

Greek (Liddell-Scott)

πλεγνύμενος: μετοχ. παθ. ἐνεστ. (ὥσπερ ἐκ ῥήμ. πλέγνυμι = πλέκω), Ὀππ. Κυν. 3. 213, Ἁλ. 311.