πλερέζα

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

και μπλερέζα, η, Ν
μακρύ μαύρο πένθιμο γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής ή και του προσώπου, από πολύ λεπτό ύφασμα, στερεωμένο σε μαύρο καπέλο ή τοποθετημένο απευθείας στα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pleureuse < γαλλ. pleurer «κλαίω» < λατ. ploro «κλαίω, οδύρομαι»].