πλωίζω
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek (Liddell-Scott)
πλωίζω: πλέω ἐπὶ τῆς θαλάσσης, πλωίζεσκ’ ἐν (ἢ πλωίζεσκεν) νηυσὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 632· ὁ Πλάτ. ἐν Πολ. 388Α φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσῃ πλωΐζεσκ’ ἀλύων ἐν Ἰλ. Ω. 12)· οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώιζον, ἤρξαντο νὰ μεταχειρίζωνται πλοῖα ἢ νὰ ἐπιδίδωνται εἰς τὴν ναυτιλίαν, Θουκ. 1. 13· ― ὡσαύτως ὡς ἀποθ. πλωΐζομαι, Στράβ. 791, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62· φέρεται δὲ πλοΐζομαι παρὰ Πολυβ. 4. 47, 1., 5. 88, 7, Διοδ. 3. 34. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε τὸ ἑπόμ.
Middle Liddell
πλωίζω,
ionic imperf. πλωίζεσκον:— to sail on the sea, Hes.; οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώιζον began to use ships or practise navigation, Thuc.:—as Dep. πλωίζομαι, Strab., Luc.
Lexicon Thucydideum
navigationi operam dare, to devote effort to seafaring, 1.13.5.