πνιγμώδης

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγμώδης Medium diacritics: πνιγμώδης Low diacritics: πνιγμώδης Capitals: ΠΝΙΓΜΩΔΗΣ
Transliteration A: pnigmṓdēs Transliteration B: pnigmōdēs Transliteration C: pnigmodis Beta Code: pnigmw/dhs

English (LSJ)

πνιγμῶδες, choking, βήξ Hp.Epid.7.26; φωνή Id.Coac.261. Adv. πνιγμωδῶς Steph. in Hp.1pp.207,212 D.

German (Pape)

[Seite 641] ες, stickig, stickend heiß, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πνιγμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ προξενῶν αἴσθημα πνιγμοῦ, βὴξ Ἱππ. 1217D. ― Ἐπίρρ. πνιγμωδῶς, Στεφάν. Σχόλ. εἰς Ἱππ. σ. 174 καὶ 207, ἔκδ. Dietz.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΜΑ πνιγμός
αυτός που προκαλεί πνιγμό, ο πνιγηρόςπνιγμώδης βήξ», Ιπποκρ.)
επίρρ...
πνιγμωδῶς Μ
αποπνικτικά, ασφυκτικά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνιγμώδης -ες [πνιγμός] verstikkend.