πνιγμώδης
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
πνιγμῶδες, choking, βήξ Hp.Epid.7.26; φωνή Id.Coac.261. Adv. πνιγμωδῶς Steph. in Hp.1pp.207,212 D.
German (Pape)
[Seite 641] ες, stickig, stickend heiß, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πνιγμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ προξενῶν αἴσθημα πνιγμοῦ, βὴξ Ἱππ. 1217D. ― Ἐπίρρ. πνιγμωδῶς, Στεφάν. Σχόλ. εἰς Ἱππ. σ. 174 καὶ 207, ἔκδ. Dietz.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΜΑ πνιγμός
αυτός που προκαλεί πνιγμό, ο πνιγηρός («πνιγμώδης βήξ», Ιπποκρ.)
επίρρ...
πνιγμωδῶς Μ
αποπνικτικά, ασφυκτικά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνιγμώδης -ες [πνιγμός] verstikkend.