ποιόνομος
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ον, (νομή) with rich grassy fields, τόποι A. Supp. 50 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
riche en pâturages.
Étymologie: ποία, νέμω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει λιβάδια γεμάτα χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + -νομος].
German (Pape)
mit grasigen, kräuterreichen Wiesen, τόποι, Aesch. Suppl. 49.
Russian (Dvoretsky)
ποιόνομος: богатый лугами, злачный (τόποι Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιόνομος -ον [ποία, νέμω] rijk aan gras.