πολιοφανής

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που έχει όψη σεβάσμιου γέροντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «αυτός που έχει λευκές τρίχες, σεβάσμιος λόγω ηλικίας» + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. λαμπροφανής].