Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
-ές, Μ
αυτός που έχει όψη σεβάσμιου γέροντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «αυτός που έχει λευκές τρίχες, σεβάσμιος λόγω ηλικίας» + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. λαμπροφανής].