πολυαπόδημος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
πολυαπόδημον, much-travelled, Id.98.7,al.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδευσε πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀπόδημος «αυτός που ζει ή ταξιδεύει σε ξένη χώρα»].
Translations
much-travelled
Dutch: bereisd; Finnish: paljon matkustellut, maailmaa nähnyt; French: qui a beaucoup voyagé, qui a vu du pays; Greek: πολυταξιδεμένος; Ancient Greek: πολυαπόδημος, πολυπόρευτος, πολύτροπος; Icelandic: víðförull; Norwegian Bokmål: bereist; Serbo-Croatian: naputovan, naputovana