πολυμνήμων
From LSJ
English (LSJ)
πολυμνήμον, gen. ονος, remembering many things, Plu.2.292a, Gal.17(1).605.
German (Pape)
[Seite 666] ον, sich vieler Dinge erinnernd, Plut. quaest. graec. 4.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui se souvient de beaucoup de choses.
Étymologie: πολύς, μνήμων.
Russian (Dvoretsky)
πολυμνήμων: 2, gen. ονος обладающий хорошей памятью, памятливый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολυμνήμων: -ον, ὁ πολλὰ ἐνθυμούμενος, Πλούτ. 2. 292Α.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που θυμάται πολλά, που έχει ισχυρή μνήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μνήμων «αυτός που σκέφτεται, που θυμάται» (πρβλ. ιερομνήμων)].