πολυμνήστευτος

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμνήστευτος Medium diacritics: πολυμνήστευτος Low diacritics: πολυμνήστευτος Capitals: ΠΟΛΥΜΝΗΣΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: polymnḗsteutos Transliteration B: polymnēsteutos Transliteration C: polymnisteftos Beta Code: polumnh/steutos

English (LSJ)

πολυμνήστευτον, much-wooed, Plu.2.766d, CG4.

German (Pape)

[Seite 666] viel umfrei't; Plut. amator. 20; vgl. Hermesian. in Ruhnk. epist. crit. 287.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
c. πολυμνήστη.
Étymologie: πολύς, μνηστεύω.

Russian (Dvoretsky)

πολυμνήστευτος: являющийся предметом многих домогательств, которого добиваются многие (περιμάχητος καὶ π. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυμνήστευτος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ πολλοὺς ἔχουσα μνηστῆρας, ἡ ὑπὸ πολλῶν ζητούμενη εἰς γάμον, Πλούτ. 2. 766D, C.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για γυναίκα) αυτή που θέλουν να τήν παντρευθούν πολλοί μνηστήρες, περιζήτητη («περιμάχητον ούσαν καὶ πολυμνήστευτον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μνηστευτός (< μνηστεύω), πρβλ. αμνήστευτος].

Greek Monotonic

πολυμνήστευτος: -ον (μνηστεύω), αυτή που έχει πολλούς μνηστήρες, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πολυ-μνήστευτος, ον, μνηστεύω
much-wooed, Plut.