πολύξηρον, very dry, Hsch. s.v. πολυκαγκέος, EM681.39.
[Seite 667] sehr trocken, VLL.
πολύξηρος: -ον, ὁ πολὺ ξηρός, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυκαγκέος, Ἐτυμολ. Μέγ. 681. 39.
-ον, Απάρα πολύ ξερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ξηρός (πρβλ. ολόξηοος)].