πολύσχιδος

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολύσχιδος: -ον, = πολυσχιδής, Ἐπιφ. ΙΙ. 333D.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πολυσχιδής.