ποτένθῃς
From LSJ
English (LSJ)
Dor. for προσέλθῃς, Theoc.15.148.
Russian (Dvoretsky)
ποτένθῃς: дор. = προσέλθῃς (см. προσέρχομαι).
Greek (Liddell-Scott)
ποτένθῃς: Δωρ. ἀντὶ προσέλθῃς, Θεόκρ. 15. 148.
Greek Monotonic
ποτένθῃς: Δωρ. αντί προσέλθῃς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτένθῃς Dor. conj. aor. act. 2 sing. van προσέρχομαι.