Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποτιστήρι

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

το / ποτιστήριον, ΝΜΑ
1. μέρος όπου γίνεται το πότισμα τών ζώων
2. μέσο ή όργανο που χρησιμοποιείται για το πότισμα τών ζώων
νεοελλ.
1. κυλινδρικό μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο που προορίζεται για το πότισμα ή το κατάβρεγμα τών λαχανικών και τών λουλουδιών
2. αυλάκι που σχηματίζεται με απλή εκσκαφή του εδάφους και διά μέσου του οποίου διοχετεύεται νερό για άρδευση
αρχ.
τόπος όπου πωλούσαν έτοιμα φαγητά και κυρίως ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα -τήρι(ον), πρβλ. βασανιστήριον].