πραγματοειδής
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
πραγματοειδές, laborious, troublesome, Hp.Mul.1.70 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 693] ές, voll von Geschäften, mühsam, Hippocr. Vgl. πραγματώδης.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτοειδής: -ές, ἐπίπονος, κοπώδης, ὀχληρός, Ἱππ. 618. 25.
Greek Monolingual
-ες, Α
1. πολυάσχολος
2. επίπονος, κοπιαστικός
3. ενοχλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -ειδής].