πρασίτης
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
[ῑ] οἶνος, ὁ, wine
A flavoured with horehound, v.l. in Dsc. 5.48.
II πρᾰσῖτις, ιδος, ἡ, a precious stone, prob. emerald (from πράσον, leek-green), Thphr. De Lapidibus 37.
German (Pape)
[Seite 694] ὁ, fem. πρασῖτις, dem Lauch an Farbe ähnlich, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾰσίτης: οἶνος, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος διὰ πρασίου, Διοσκ. 5. 58· ἀλλά, ΙΙ. πρασῖτις, ιδος, ἡ, πολύτιμός τις λίθος, πιθ. ἡ σμάραγδος (ἐκ τοῦ πράσον, ἔχουσα τὸ χρῶμα τοῦ πράσου), Θεοφρ. π. Λίθ. 37.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κρασί που περιέχει πράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσιον + επίθημα -της].