προάγγελμα

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προάγγελμα Medium diacritics: προάγγελμα Low diacritics: προάγγελμα Capitals: ΠΡΟΑΓΓΕΛΜΑ
Transliteration A: proángelma Transliteration B: proangelma Transliteration C: proaggelma Beta Code: proa/ggelma

English (LSJ)

-ατος, τό, forewarning, J.BJ1.3.5 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 704] τό, das Vorherverkündigte, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

προάγγελμα: τό, ἄγγελμα γενόμενον πρότερον, προειδοποίησις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 3, 5.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ προαγγέλλω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προαγγέλλω, προειδοποίηση, προαγγελία.