προάγγελμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, forewarning, J.BJ1.3.5 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 704] τό, das Vorherverkündigte, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προάγγελμα: τό, ἄγγελμα γενόμενον πρότερον, προειδοποίησις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 3, 5.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ προαγγέλλω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προαγγέλλω, προειδοποίηση, προαγγελία.