προβλαστάνω

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβλαστάνω Medium diacritics: προβλαστάνω Low diacritics: προβλαστάνω Capitals: ΠΡΟΒΛΑΣΤΑΝΩ
Transliteration A: problastánō Transliteration B: problastanō Transliteration C: provlastano Beta Code: problasta/nw

English (LSJ)

shoot or sprout before, Thphr. CP 5.1.12, Ph.1.602; π. πρότερον τῶν λοιπῶν Thphr. CP 1.13.12; shoot before the season, Plu.2.377c.

German (Pape)

[Seite 711] (s. βλαστάνω), vorkeimen; Plut. Is. et Os. 65; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

προβλαστάνω: ранее или преждевременно произрастать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προβλαστάνω: βλαστάνω πρότερον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 12, κτλ.· πρ. πρότερόν τινος αὐτόθι 1. 13, 12.

Greek Monolingual

Α
1. βλαστάνω πρώτος ή πριν από κάτι άλλο
2. βλαστάνω πριν από την καθορισμένη εποχή, πρώιμα.