προβληματισμός

Greek Monolingual

ο, Ν προβληματίζω, -ομαι]]
1. το αποτέλεσμα του προβληματίζω και προβληματίζομαι, η πρόκληση σκέψεων, ερωτημάτων ή ανησυχιών σε κάποιον
2. η κατάσταση του προβληματιζόμενου, η ύπαρξη ερωτημάτων, ανησυχιών σχετικά με ένα ή πολλά θέματα, η αναζήτηση τών αιτίων που γεννούν μια κατάσταση συνήθως προβληματική, αλλά και η ενασχόληση με την εξέταση τών ενδεχόμενων λύσεων.