προβούλομαι
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
v. προβέβουλα.
German (Pape)
[Seite 713] s. προβέβουλα.
Greek (Liddell-Scott)
προβούλομαι: ἴδε προβέβουλα.
Russian (Dvoretsky)
προβούλομαι: praes. к προβέβουλα.