προβέβουλα

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβέβουλα Medium diacritics: προβέβουλα Low diacritics: προβέβουλα Capitals: ΠΡΟΒΕΒΟΥΛΑ
Transliteration A: probéboula Transliteration B: probeboula Transliteration C: provevoula Beta Code: probe/boula

English (LSJ)

isolated poet. pf.2 (προβούλομαι does not occur), prefer one to another, τινά τινος Il.1.113, Q.S.13.347; θάνατον δουλοσύνας Ion Lyr.16: c. inf., AP9.445 (Jul.Aegypt.): abs., make plans, Coluth.199.

German (Pape)

[Seite 711] einzeln stehendes poet. perf. von προβούλομαι, welches im praes. aber nicht vorkommt, lieber wollen, vorziehen, τινά τινος, Einen einem Andern, Il. 1, 113 u. sp. D., wie Iul. Aeg. 39 (IX, 445) die es auch mit dem simplex gleichbedeutend brauchen, Nonn. D. 10, 113; Coluth. 199.

French (Bailly abrégé)

pf. de l'inus. *προβούλομαι;
préférer : τινά τινος une personne à une autre.
Étymologie: πρό, βούλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβέβουλα [πρό, βούλομαι] poët., alleen perf., de voorkeur geven (boven); met gen.. Κλυταιμνήστρας προβέβουλα ik geef (haar) de voorkeur boven Clytaemnestra Il. 1.113.

Russian (Dvoretsky)

προβέβουλα: [pf. к προβούλομαι предпочесть (τινά τινος Hom., Anth.).

English (Autenrieth)

(βούλομαι), def. pf.: prefer before; τινά τινος, Il. 1.113†.

Greek Monolingual

Α
(ελλειπτ. τ. β' παρακμ. με σημ. ενεστ.)
1. προτιμώ, θέλω κάποιον περισσότερο από άλλον («καὶ γὰρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα, κουριδίης ἀλόχου», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελλειπτ. τ. β' παρακμ. του αμάρτυρου ρ. προβούλομαι.

Greek Monotonic

προβέβουλα: μεμονωμένος ποιητ. παρακ. βʹ (προ-βούλομαι, δεν απαντά), προτιμώ κάποιον έναντι κάποιου άλλου, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

προβέβουλα: μεμονωμένος τις ποιητ. πρκμ. β΄· (προβούλομαι δὲν ἀπαντᾷ), προτιμῶ τινα ἑτέρου, τινά τινος Ἰλ. Α. 113, πρβλ. Ἴωνα 10, Ἀνθ. Π. 9. 445, Κόλουθ. 199, κτλ. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Buttm. Ausf. Gr. § 113 Anm. 5.

Middle Liddell

[an isolated poet. perf. 2 (προ-βούλομαι does not occur)]
to prefer one to another, τινά τινος Il.