προεδρείο
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
Greek Monolingual
το, Ν πρόεδρος
1. το σύνολο τών προσώπων που προΐστανται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα («εξελέγη το νέο προεδρείο της Βουλής»)
2. η θέση, ο χώρος όπου κάθονται κατά τη συνέλευση ο πρόεδρος και τα υπόλοιπα μέλη του προεδρείου («η συνέλευση έπρεπε κανονικά να αρχίσει, αλλά το προεδρείο ήταν άδειο»).