προεκκαίω
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
inflame first (sed leg. προσ- (?)), Gal.11.392.
German (Pape)
[Seite 718] (s. καίω), vorher ganz verbrennen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
προεκκαίω: ἐκκαίω πρότερον, Γαλην. τ. 2, σ. 2, 19.
Greek Monolingual
Α
κατακαίω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκαίω «καίω εντελώς, κατακαίω»].