προεπαγγέλλομαι
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
English (LSJ)
foreannounce, announce before, promise beforehand.
English (Strong)
middle voice from πρό and ἐπαγγέλλω; to promise of old: promise before.
Greek Monotonic
προεπαγγέλλομαι: Μέσ., υπόσχομαι από πριν, σε Καινή Διαθήκη