προκαταλείπω
From LSJ
English (LSJ)
bequeath before, PMasp.3.19 (vi A.D.).
Greek Monolingual
Α
καταλείπω κάτι ως κληρονομιά, κληροδοτώ προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταλείπω «αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ»].
Full diacritics: προκαταλείπω | Medium diacritics: προκαταλείπω | Low diacritics: προκαταλείπω | Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΛΕΙΠΩ |
Transliteration A: prokataleípō | Transliteration B: prokataleipō | Transliteration C: prokataleipo | Beta Code: prokatalei/pw |
bequeath before, PMasp.3.19 (vi A.D.).
Α
καταλείπω κάτι ως κληρονομιά, κληροδοτώ προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταλείπω «αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ»].