προλούω
From LSJ
English (LSJ)
wash beforehand, Hp.Mul.1.68, Archig. ap. Gal.13.235:—Pass., Sor.1.65; bathe beforehand, Clearch.16.
German (Pape)
[Seite 733] (s. λούω), vorher waschen, u. med. sich vorher waschen, baden, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προλούω: λούω ἐκ τῶν προτέρων, Ἱππ. 617. 10, Γαλην.· ― Παθ., λούομαι ἐκ τῶν προτέρων, Κλέαρχος παρ’ Ἀθην. 5F.
Greek Monolingual
Α
λούζω ή λούζομαι προηγουμένως.