προμαντηΐη
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
Ionic for προμαντεία.
German (Pape)
[Seite 733] ἡ, ion. statt προμαντεία, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προμαντεία.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. προμαντεία.
Greek Monotonic
προμαντηΐη: ἡ, Ιων. αντί προμαντεία.
Russian (Dvoretsky)
προμαντηΐη: ἡ ион. = προμαντεία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμαντηΐη, ἡ Ion. voor προμαντεία.