προσαναρτάω
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
hang upon, τινί τι Luc.Philops.11: metaph., attach, connect, in Pass., Phld.Ir.p.80 W.
German (Pape)
[Seite 750] noch dazu, dabei, daran aufhängen, τινί τι, Luc. Philops. 11.
Russian (Dvoretsky)
προσαναρτάω: сверх того привешивать, подвязывать (λίθον τῷ ποδί τινος Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αναρτάω erbij ophangen.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναρτάω: ἀναρτῶ τι προσέτι ἐπί τινος, τινί τι Λουκ. Φιλοψ. 11.