προσγειώνω

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

Ν
πρόσγειος
1. επαναφέρω πτητική μηχανή, όπως αεροσκάφος, διαστημικό όχημα κ.ά., στο έδαφος της Γης, αλλ. προσεδαφίζω στη γη
2. ερχόμενος από το πέλαγος πλησιάζω προς την ακτή
3. μτφ. επαναφέρω στην πραγματικότητα («αεροβατούσε συνεχώς και προσγειώθηκε απότομα»)
4. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) προσγειωμένος, -η, -ο
αυτός που έχει πλήρη συναίσθηση της πραγματικότητας, ισορροπημένος, ρεαλιστής.