προσγελώ

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
1. χαμογελώ φιλικά σε κάποιον
2. γελώ με κάποιον
3. μτφ. ευφραίνω, τέρπω («ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ», Αισχύλ.).