προσδοκητέον
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
A one must await or expect, Herod.Med. ap. Orib.10.8.17, Sch.Pi.N. 2.16.
II προσδοκητέος, α, ον, to be expected, πάντα.. προσδοκητέ' ἐστὶ καὶ ἀκοῦσαι καὶ ἰδεῖν Din.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
προσδοκητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ προσδοκῶ, δεῖ προσδοκᾶν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 2. 16.