προσείκελος
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
η, ον, somewhat like, c. dat., Hdt.2.12, 3.110; γλυκύτητα τοῦ φοίνικος τῷ καρπῷ π. in sweetness, Id.4.177.
German (Pape)
[Seite 757] dreier, auch zweier Endgn, ziemlich ähnlich, ziemlich gleich, c. dat., Her. 2, 12. 3, 110. 4, 61. 177.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui ressemble à, τινι.
Étymologie: πρός, εἴκελος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσείκελος -η -ον [πρός, εἴκελος] gelijkend op, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσείκελος: ион. προσίκελος 2 и 3 довольно похожий, несколько сходный (τινι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
προσείκελος: -ον, = προσεοικώς, κἄπως ὅμοιος, μετὰ δοτ., Ἡρόδ. 2. 12., 3. 110· γλυκύτητα τοῦ φοίνικος τῷ καρπῷ πρ., κατὰ τὴν γλυκύτητα, ὁ αὐτ. 4. 177.
Greek Monolingual
-έλη, -ον, Α
κάπως όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής (α. «θηρία πτερωτά, τῇσι νυκτερίσι προσείκελα», Ηρόδ.
β. «γλυκύτητα δὲ τοῦ φοίνικος τῷ καρπῷ προσείκελος», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἴκελος«όμοιος»].
Greek Monotonic
προσείκελος: -ον, αυτός που είναι περίπου όμοιος, με δοτ., σε Ηρόδ.