προσεγχέω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγχέω Medium diacritics: προσεγχέω Low diacritics: προσεγχέω Capitals: ΠΡΟΣΕΓΧΕΩ
Transliteration A: prosenchéō Transliteration B: prosencheō Transliteration C: prosegcheo Beta Code: prosegxe/w

English (LSJ)

pour in besides, Arist.GA753a20, Diph.17.10; εἰς τὰ ὦτα ἔλαιον Arist.Pr.961a25; προσεγχέας ἄκρατον Plu.2.149b:—Med., cause to be poured in, Arist.Pr.961a18:—Pass., Id.GA723a19, Aret. CA2.5.

German (Pape)

[Seite 757] (s. χέω), noch dazu ein-, auf-, zugießen; προσεγχέας, Diphil. bei Ath. IV, 132 d; Arist. gen. an. 1, 18.

Russian (Dvoretsky)

προσεγχέω: сверх того доливать (ἔλαιον εἴς τι Arst.; ἄκρατον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεγχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐγχέω προσέτι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 16· ἔλαιον εἰς τὰ ὦτα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 32. 10, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 10· ― Μέσ., ἐὰν εἰς τὸ οὖς ὕδωρ ἐγχυθῇ, ἔλαιον προσεγχέονται, βάλλουν καὶ τοὺς χύνουν μέσα ἔλαιον, Ἀριστ. Προβλ. 32. 10. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 18.

Greek Monolingual

Α ἐγχέω
1. εγχέω επί πλέον («προσεγχέειν εἰς τὰ ὦτα ἔλαιον», Αριστοτ.)
2. μέσ. προσεγχέομαι
κάνω κάτι να χυθεί μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως («ἐὰν εἰς τὸ οὖς ὕδωρ ἐγχυθῇ, ἔλαιον προσεγχέονται», Αριστοτ.).