προσεμφαίνομαι

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεμφαίνομαι Medium diacritics: προσεμφαίνομαι Low diacritics: προσεμφαίνομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΜΦΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: prosemphaínomai Transliteration B: prosemphainomai Transliteration C: prosemfainomai Beta Code: prosemfai/nomai

English (LSJ)

appear to be in a thing, γραμμῇ τἀναντία πως π. Arist. Mech.847b24, cf. Iamb.in Nic.p.72 P.

Russian (Dvoretsky)

προσεμφαίνομαι: (по)являться, возникать Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμφαίνομαι: παθ., φαίνομαι ὅτι ὑπάρχω ἔν τινι πράγματι, τινι Ἀριστ. Μηχαν. ἐν προοιμ. 6.

Greek Monolingual

Α
φαίνομαι ότι υπάρχω μέσα σε κάτι («γραμμῇ... τἀναντία πως προσεμφαίνεται τὸ κοῖλον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφαίνομαι «εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι μέσα σε κάτι»].