προσεπεισφέρω
From LSJ
English (LSJ)
προσεπεισάγω (introduce besides),
A ἐπεισόδια Longin.9.12.
2 contribute in addition, Poll.5.140.
German (Pape)
[Seite 760] (s. φέρω), noch dazu hinein-, hinzutragen, -bringen; Poll. 5, 140; Longin.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπεισφέρω: ἐπεισφέρω προσέτι, Λογγῖν. 9. 12, Πολυδ. Ε΄, 5. 140.
Greek Monolingual
Α ἐπεισφέρω
1. παρεισάγω επιπροσθέτως («ὡς ἐπεισόδιά τινα τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου προσεπεισφέρειν», Λογγίν.)
2. συνεισφέρω επιπροσθέτως.