προσεπιτάσσω
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
Att. προσεπιτάττω, enjoin besides, D.C.72.2, v.l. in Isoc.6.39:—Med., take one's appointed post, Plb.1.50.7.
German (Pape)
[Seite 762] att. -ττω, noch dazu anordnen, anbefehlen, auferlegen; Isocr. 6, 39, v.l.; im med., Pol. 1, 50, 7.
French (Bailly abrégé)
ordonner en outre;
Moy. προσεπιτάσσομαι se rendre au poste assigné.
Étymologie: πρός, ἐπιτάσσω.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιτάσσω: атт. προσεπιτάττω
1 сверх того поручать, предписывать (Isocr. - v.l. к προστάττω);
2 med. занимать или вступать в назначенную должность Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιτάσσω: Ἀττ. -ττω, ἐπιτάσσω προσέτι, Δίων Κ. 72. 2, διάφ. γρ., Ἰσοκρ. 123D. ― Μέσ., λαμβάνω τὴν ὡρισμένην θέσιν μου, Πολύβ. 1. 50, 7.
Greek Monolingual
Α ἐπιτάσσω
1. επιβάλλω κάτι επί πλέον σε κάποιον
2. μέσ. προσεπιτάσσομαι
παίρνω στη συνέχεια την καθορισμένη θέση μου.