προσεπιτρέπω
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
English (LSJ)
entrust in addition, entrust besides or make over to besides, στρατόπεδον D.C.38.8; permit besides, π. τισί c. inf., Id.77.24.
German (Pape)
[Seite 762] (s. τρέπω), noch dazu anvertrauen, überlassen, D. Cass. 38, 8.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιτρέπω: παραδίδω εἴς τινα προσέτι, τὸ στρατόπεδον Δίων Κ. 38. 8· ἐπιτρέπω προσέτι, πρ. τινί, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 54. 10. κτλ.
Greek Monolingual
Α επιτρέπω
1. εμπιστεύομαι, αναθέτω κάτι ακόμη σε κάποιον
2. (με απρμφ. και δοτ.) επιτρέπω επί πλέον.