προσεπιτρέπω

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιτρέπω Medium diacritics: προσεπιτρέπω Low diacritics: προσεπιτρέπω Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΤΡΕΠΩ
Transliteration A: prosepitrépō Transliteration B: prosepitrepō Transliteration C: prosepitrepo Beta Code: prosepitre/pw

English (LSJ)

entrust in addition, entrust besides or make over to besides, στρατόπεδον D.C.38.8; permit besides, π. τισί c. inf., Id.77.24.

German (Pape)

[Seite 762] (s. τρέπω), noch dazu anvertrauen, überlassen, D. Cass. 38, 8.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιτρέπω: παραδίδω εἴς τινα προσέτι, τὸ στρατόπεδον Δίων Κ. 38. 8· ἐπιτρέπω προσέτι, πρ. τινί, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 54. 10. κτλ.

Greek Monolingual

Α επιτρέπω
1. εμπιστεύομαι, αναθέτω κάτι ακόμη σε κάποιον
2. (με απρμφ. και δοτ.) επιτρέπω επί πλέον.