προσκορίζομαι
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
annoy, tease, τινα Sch.Ar.V.1332.
Greek Monolingual
Α προσκορής
1. αισθάνομαι κόρο ή αηδία
2. απεχθάνομαι.