προσμαρτυρώ

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

προσμαρτυρῶ, -έω, ΝΜΑ
1. καταθέτω πρόσθετη μαρτυρία
2. βεβαιώνω κάτι με πρόσθετη μαρτυρία
3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω κάτι επίσημα
μσν.
εκκλ. (ιδίως σχετικά με την αναγνώριση της θείας ιδιότητας του Ιησού από τον Πατέρα) επιβεβαιώνω επίσημα την ύπαρξη ή την ιδιότητα κάποιου
αρχ.
1. καταγγέλλω με μαρτυρία
2. αφιερώνω σε κάποιον κάτιπάντα τῷ θεῷ προσμαρτυρεῖν», Ιώσ.)
3. αστρολ. φαίνομαι και εγώ επίσης.