προσμειδιώ
From LSJ
Greek Monolingual
προσμειδιῶ, προσμειδιάω, ΝΜΑ μειδιῶ
1. χαμογελώ σε κάποιον με συμπάθεια
2. είμαι ευμενής απέναντι σε κάποιον, τον επικοδιμάζω
3. (ιδίως για την τύχη) ευνοώ («αὐτοῖς ἡ τύχη προσεμειδίασε», Χορίκ.)
αρχ.
έχω μειδίαμα στα χείλη, είμαι χαμογελαστός.