προσνικάω
From LSJ
English (LSJ)
τῷ χρόνῳ use time as a help in overcoming an evil, Hp. Art.62.
German (Pape)
[Seite 773] noch dazu siegen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προσνῑκάω: τῷ χρόνῳ, μεταχειρίζομαι τὸν χρόνον ὡς βοηθὸν πρὸς κατανίκησιν κακοῦ τινος, σὺν τῷ χρόνῳ νικῶ τι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-νικάω overwinnen, genezen. Hp. Art. 62.