προσπώ

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
μέσ. προσπῶμαι, -άομαι
έλκω, σύρω προς μια κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σπῶ «έλκω, σύρω, τραβώ» και με απλοποίηση προσπῶ].