προσωποληπτώ
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek Monolingual
προσωποληπτῶ, -έω, ΝΜΑ προσωπολήπτης
έχω χαριστική διάθεση απέναντι σε ένα άτομο, μεροληπτώ («εἰ δὲ προσωποληπτεῖτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε», ΚΔ).