προσωποληπτώ

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

προσωποληπτῶ, -έω, ΝΜΑ προσωπολήπτης
έχω χαριστική διάθεση απέναντι σε ένα άτομο, μεροληπτώ («εἰ δὲ προσωποληπτεῖτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε», ΚΔ).