προτιβάλλομαι
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
v. προσβάλλομαι.
German (Pape)
[Seite 792] dor. statt προσβάλλομαι.
French (Bailly abrégé)
dor. c. προσβάλλομαι, v. προσβάλλω.
Greek Monolingual
Α
(επικ. και δωρ. τ.) βλ. προσβάλλομαι.